προσανατέλλουσα

προσανατέλλουσα
προσανατέλλω
rise up to
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσανατέλλω — ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α [ἀνατέλλω] μσν. δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.) αρχ. ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”